χιλιοδύναμος

χιλιοδύναμος
χῑλιοδύνᾰμος [pron. full] [ῠ],
A = πολεμώνιον, Dsc.4.8 (v.l. -δύναμις, as in Gal. 12.106); Lat. -dynamias Plin.HN25.64.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χιλιοδύναμος — ὁ, Α χιλιοδύναμις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + δύναμος (< δύναμις), πρβλ. μεγαλο δύναμος, παντο δύναμος] …   Dictionary of Greek

  • χιλι(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό χίλιοι και δηλώνει ότι κάτι αποτελείται, περιλαμβάνει, περιέχει χίλιες φορές αυτό που δηλώνει το β συνθετικό (πρβλ. χιλιο δύναμις, χιλιό πους) ή ότι κάτι… …   Dictionary of Greek

  • χιλιοδύναμις — άμεως, ἡ, Α το φυτό πολεμόνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + δύναμις (πρβλ. αὐτο δύναμις). Πρόκειται για δ. γρφ. αντί τού χιλιοδύναμος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”